Ο ΤΟΠΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ

ΟΝΟΜΑΣΤΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ

Η ΥΔΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΛΕΦΩΝΩΝ

ΚΑΡΠΟΦΟΡΑ ΔΕΝΤΡΑ- ΖΩΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ -ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΙΤΑΡΙΟΥ

Η ΟΙΚΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΙΣΣΑΣ

Η ΥΦΑΝΣΗ ΠΑΝΙΝΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ

ΥΦΑΝΣΗ ΜΑΛΛΙΝΩΝ ΚΛΙΝΟΣΚΕΠΑΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΙΔΩΝ

ΚΑΤΟΙΚΙΑ – ΣΙΤΙΣΗ- ΕΝΔΥΜΑ- ΠΟΔΗΜΑ

Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΣΗΜΕΡΑ


Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Όπως είναι γνωστό παλαιότερα  υπήρχαν πολλοί νερόμυλοι γύρω στον Πλάτανο. Ένας από τους τελευταίους λειτουργούσε στο Κουτσομύλη. Τώρα και αυτός έπεσε. Κατά ομολογίες ηλικιωμένων κατοίκων του χωριού αυτός ο μύλος ήταν αιωνόβιος, πότε δε ακριβώς κτίσθηκε και άρχισε να λειτουργεί είναι άγνωστο. Παλαιότερα θεωρείτο ένας από τους καλύτερους της περιφέρειας και είχε μεγάλη πελατεία. Κατά κυριότητα από ανέκαθεν ανήκει στον Καθεδρικό Ναό του χωριού, Άγιο Νικόλαο, και έφερε αρκετό εισόδημα στον παραπάνω Ναό. Μυλωνάς ανελάμβανε ντόπιος η ξένος ύστερα από πλειοδοτική δημοπρασία και αμοιβή σε κάθε άλεση έπαιρνε λεπτά η ως επί το πλείστον ορισμένη ποσότητα αλευριού, το λεγόμενο «αξάϊ», ανάλογα με το βάρος του είδους (σιτάρι-καλαμπόκι,) που αλέθονταν. Μυλωνά στο νερόμυλο αυτό εγώ θυμήθηκα μόνο τον Δημήτριο Χρηστόπουλο για πολλά χρόνια.

ΟΙ ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ
Του Κώστα Α. Δεδοπούλου

Η λεγόμενη τεχνολογική επανάσταση των τελευταίων χρόνων οδήγησε στη συρρίκνωση των παραδοσιακών τρόπων ζωής των Ελλήνων. Η ταχύτατη διάδοση των προϊόντων της τεχνολογίας περιόρισε δραματικά τη δημιουργία και τη χρήση  αυθεντικών λαϊκών έργων.  Η κατακλυσμιαία παραγωγή των καθημερινής χρήσεως- και μάλιστα τις περισσότερες φορές της «μιας χρήσεως» και λειτουργίας- αντικειμένων έριξε στο περιθώριο η και εξαφάνισε τελείως πολλά δημιουργήματα του λαϊκού μας πολιτισμού.

Έτσι λ.χ. «απέσβετο  το λάλον ύδωρ», της βρύσης του χωριού, διότι το νερό μεταφέρθηκε πια μέσα στο σπίτια. Τη θέση του γραφικού παραδοσιακού τζακιού κατέλαβε η σόμπα η το απρόσωπο καλοριφέρ. Το νόστιμο ξεροψημένο στη γάστρα ψωμί εκτοπίστηκε απ’ το φορμαρισμένο κατασκεύασμα του φούρνου. Ανάμεσα  σ’ αυτά- και σε πολλά άλλα ακόμη- θύματα της προόδου συγκαταλέγεται και ο νερόμυλος. Ο μύλος δηλαδή που, με τη δύναμη της πτώσεως του νερού, άλεθε το λιγοστό σιτάρι και πιο πολύ το καλαμπόκι, που αποτελούσε τη βάση της διατροφής όλων εμάς στην κατοχή. Σήμερα κανένας νερόμυλος δεν υπάρχει στον Πλάτανο η στην περιοχή.

Επειδή οι νεότεροι δεν πρόλαβαν τη λειτουργία του νερόμυλου, ενώ οι κάτοικοι των αστικών κέντρων δεν είχαν την τύχη να εξυπηρετηθούν απ΄    αυτόν, αλλά και διότι τα διάφορα εξαρτήματα η τμήματα και μέρη του λειτουργούσαν  ποικιλοτρόπως στη λαϊκή παράδοση, ανεξαρτήτως από το σύνολό του, πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθήσω να τον περιγράψω σε αδρές γραμμές:

Ο νερόμυλος χτιζόταν πάντοτε στις ρεματιές δίπλα σε ποτάμια, σε μέρη που ήταν εύκολο να μεταφερθεί το νερό για την κίνησή του.

Η «δέση» δηλαδή το σημείο του ποταμού απ’ όπου περνούσε το αυλάκι, ήταν, πολλές φορές αρκετά μακριά από τις εγκαταστάσεις του μύλου. Γι’ αυτό και η συντήρησή του αυλακιού, ιδίως σε μακροπερίοδες βροχοπτώσεις η καταιγίδες ήταν υπόθεση επίμονη. Από ‘δω γεννήθηκε και η παροιμία «καθένας κλαιει  τον πόνο του κι ο μυλωνάς τα’ αυλάκι του».  Το αυλάκι οδηγούσε το νερό σ’ ένα οριζόντιο σχεδόν  «κάλανο» (λούκι) στην αρχή του οποίου υπήρχε πάντοτε μια σχάρα, η «παλουκωτή» για να κρατάει τις φερτές ύλες (ξύλα, φύλλα, κλαδιά κλπ). Από τον κάλανο το νερό έπεφτε στην «κάλανη». Αυτή είχε σχήμα ανεστραμμένου κώνου με αρκετό ύψος 5-8 μέτρα περίπου. Η διάμετρος της κάλανης η χωρητικότητά της και το ύψος της ήταν ανάλογα με την κλίση του εδάφους (την  «κρέμαση» όπως την έλεγαν) και με το μέγεθος της μυλόπετρας που έπρεπε να περιστραφεί.

Το κάτω στενό μέρος της κάλανης το «κούτσουρο» που δεχόταν και τις μεγαλύτερες πιέσεις του περιεχομένου νερού, ήταν ιδιαίτερα στερεό και στη μέση της βάσεως του είχε μια στρογγυλή τρύπα απ’ όπου το νερό εξακοντίζονταν με δύναμη προς τα πτερύγια της φτερωτής. Η τρύπα αυτή, το άνοιγμα της οποίας μπορούσε να αυξομειωθεί, ονομαζόταν (το) «σφούγγι». Το σφούγγι έπαιζε το ρόλο του ακροσυφισίου (μπέκ).

Η φτερωτή ήταν τροχός, διαμέτρου 1,5 μέτρου περίπου, ο οποίος έφερε ακτινοειδώς διατεταγμένα  πτερύγια, πάνω στα οποία, από τα πλάγια έπεφτε το νερό από το σφούγγι και την κινούσε σε οριζόντια περιστροφική κίνηση. Το κέντρο της φτερωτής διαπερνούσε κατακόρυφος άξονας, ο οποίος με σκληρή μεταλλική ακίδα, το «κεντρί», στηριζόταν σε ειδική ξύλινη βάση. Η φτερωτή βρισκόταν στο υπόγειο του μύλου. Ο χώρος μέσα στον οποίον γύριζε τη φτερωτή και πετούσε τα νερά προς όλες τις κατευθύνσεις λεγόταν (το) «ζοριό». Εδώ ο τοίχος, που ήταν απέναντι από το σφούγγι, είχε ένα αψιδωτό άνοιγμα, απ’ όπου φαινόταν από μακριά η φτερωτή και τα αφρίζοντα νερά που εξακοντίζονταν στα τοιχώματα και σέρνονταν ύστερα σαν ένα μικρό αφρισμένο ποταμάκι.

Στο ισόγειο πάτωμα του μύλου και πάνω ακριβώς από τη φτερωτή ήταν στερεωμένη ακίνητη η κάτω μυλόπετρα, σε ύψος 70 εκατοστών                          περίπου από το δάπεδο. Ο άξονας της φτερωτής περνούσε μέσα από το κέντρο της κάτω μυλόπετρας και με ένα σύστημα σε σχήμα Τ κεφαλαίο που το έλεγαν «χελιδόνα», έμπαινε σε ειδικές υποδοχές της άνω μυλόπετρας, την οποία έτσι στήριζε και περιέστρεφε.

Οι μυλόπετρες – τα «λιθάρια» είχαν σχήμα τροχού πλάτους 20 εκατοστών περίπου και διαμέτρου ενός (1) μέτρου περίπου, ήταν δε πολύ βαριές. Ήταν φτιαγμένες από ειδική πολύ σκληρή πέτρα. Ο μυλωνάς τις αγόραζε, συνήθως σε σφηνοειδή κομμάτια, τα οποία συναρμολογούσε και έδενε με στεφάνια στην περιφέρεια.

Τις μυλόπετρες κατά διαστήματα τις  «χαράκωναν». Δηλαδή με ειδικό δίκοπο σφυρί  χτυπούσαν τις επιφάνειες που έτριβαν τον καρπό σε αλεύρι, για να τις κάνουν πιο τραχιές, πιο «άγριες» ώστε να κόβουν ευκολότερα. Το αμέσως μετά το «χαράκωμα» πρώτο αλεύρι περιείχε και κάποια μικρά πετραδάκια. Γι’ αυτό ο μυλωνάς έβαζε δικό του  σιτάρι για να αλέσει το αλεύρι το χρησιμοποιούσε συνήθως για ζωοτροφή. Πάνω από τις μυλόπετρες, στηριγμένο σε κατακόρυφα δοκάρια, υπήρχε ένα κουτί ξύλινο σε σχήμα τετράπλευρης πυραμίδας με την κορυφή προς τα κάτω. Το κουτί αυτό το έλεγαν κασέλα η «καρούτα»  και μέσα του έριχναν το προς άλεση (καλαμπόκι η σιτάρι, κυρίως). Το γέννημα, από την ανοικτή τρύπα της κασέλας, έπεφτε σε ένα οριζόντιο σκαφοειδές ξύλινο κουτάκι, την «κοπανούλα». Η κοπανούλα (μήκος 20-25 εκατοστών περίπου και ύψους (βάθους) και πλάτους 6-10 εκατοστών περίπου) «κρεμόταν» χαλαρά από το καρίκι, με δυο σχοινιά πίσω και μπροστά από ένα σχοινί στη μέση. Το σχοινί αυτό, με ένα σύστημα ξύλινης βίδας τύπου «πεταλούδας» μπορούσε να ανεβάζει η χαμηλώνει αναλόγως τη μπροστινή άκρη της κοπανούλας από την ελεύθερη πλευρά της οποίας το γέννημα έπεφτε μέσα στην τρύπα της πάνω μυλόπετρας και αλεθόταν. Ο μυλωνάς σφίγγοντας η ξεσφίγγοντας αναλόγως την «πεταλούδα» αυξομείωνε την ποσότητα του καρπού που έπεφτε για άλεσμα. Από τη μια μεγάλη πλευρά της κοπανούλας κρέμονταν δύο πηχάκια ξύλινα, τα οποία ακουμπούσαν στην πάνω μυλόπετρα. Τα ξυλάκια αυτά, τα «βαρδάρια» καθώς έρχονταν σε επαφή με την περιστρεφόμενη μυλόπετρα, έκαναν ένα μονότονα ρυθμικό κρότο και μετέδιδαν στην κοπανούλα κραδασμούς, με συνέπεια η τελευταία να πάλλεται και να προκαλεί συνεχή ροή-πτώση του καρπού για άλεσμα. Τα βαρδάρια αποτελούσαν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του μύλου. Έτσι δικαιολογείται η παροιμία «Άμα πας στο μύλο, βαρδάρια θα ακούσεις», που λέγεται για ανθρώπους που όταν αναλαμβάνουν μια υπόθεση, πρέπει να είναι προετοιμασμένοι και για τις τυχόν όχι ευχάριστες συνέπειές της.      

Το αλεύρι με τη φυγόκεντρη δύναμη, έβγαινε προς τη περιφέρεια της μυλόπετρας, η οποία όμως ήταν κλεισμένη από όλες τις πλευρές εκτός από μπροστά, όπου υπήρχε άνοιγμα. Από εδώ το αλεύρι έπεφτε σε μια κιβωτιόσχημη αλευροθήκη απ΄ όπου το έβαζαν στα σακιά.

Ο μυλωνάς μπορούσε να ρυθμίζει το μύλο ώστε να κόβει πιο ψιλό η χοντρό το αλεύρι η χοντροκομμένες ζωοτροφές. Αυτό το πετύχαινε ανασηκώνοντας αναλόγως την πάνω μυλόπετρα κατακόρυφα- μαζί με την φτερωτή και τη βάση της- έστριβε ένα μοχλό τη «σταματήρα» ο οποίος έφερνε μια σανίδα στην έξοδο του νερού από το σφούγγι και το εμπόδιζε (το νερό) να χτυπάει στη φτερωτή η οποία τότε σταματούσε. Η είσοδος του μύλου και το πάτωμά του ήταν πάντοτε ισόγεια. Η κύρια πόρτα ήταν πολύ μεγάλη για να χωρούν να μπαινοβγαίνουν φορτωμένα μουλάρια, αλλά και φορτωμένες γυναίκες.

Σε μια γωνιά του μύλου ήταν το τζάκι και κάπου δίπλα, το στρώμα η το κρεβάτι του μυλωνά. Κολλητά στους τοίχους ήταν πεζούλια είτε χτιστά είτε ξύλινα, πάνω στα οποία κάθονταν οι χωρικοί, αλλά τοποθετούσαν και τα σακιά με το γέννημα. Τα πεζούλια αυτά, όπως άλλωστε και όλοι οι τοίχοι και οι άλλες εσωτερικές και κάπου-κάπου και εξωτερικές επιφάνειες ήταν μονίμως ασπρισμένες-πασπαλισμένες με μια λεπτή άχνη αλευριού. Μια χαριτωμένη σχετική «ιστορία» λέει ότι σε ένα τέτοιο πεζούλι κάθισε κάποιος κάπως γραμματιζούμενος. Δίπλα του, πάνω στην άχνη, είδε και σημάδια σαν γράμματα. Και μονολογούσε: «Αυτό είναι Θ (θήτα). Αυτό φαίνεται σαν Ο. Θ και Ο = ΘΟ. Θωμάς θα ήθελε να γράψει, έλεγε αλλά το ΘΩ- δεν γράφετε με Όμικρον». Κι ο μυλωνάς που άκουγε το μονόλογο του λέει: «Γυρεύει ορθογραφία στης μυλωνούς τον κώλο;». Πριν λίγο είχε καθίσει στο πεζούλι η μυλωνού, χωρίς φυσικά να φοράει το σχετικό εσώρουχο (βρακί),  όπως συνέβαινε, άλλωστε , τις περασμένες εκείνες εποχές.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των νερόμυλων παρουσίαζε αξιόλογη ποικιλία. Υπήρχαν μύλοι που ανήκαν σε μοναστήρια η εκκλησίες αλλά και κοινοτικοί. Αυτός είναι σε αδρές γραμμές ο νερόμυλος της ως οικοδόμημα και ως εργαστήριο-αλεστική μηχανή, με διάφορες κατά τόπους, μικρές η μεγαλύτερες διαφορές η παραλλαγές. Πέρα όμως από την πρωταρχική οικονομική του διάσταση ο νερόμυλος έπαιζε και σημαντικό ρόλο στη ζωή του χωριού. Και πρώτα-πρώτα ο χώρος του μύλου, ως σημείο συναντήσεως των χωριανών, (η και κατοίκων γειτονικών χωριών) ήταν ένα, τρόπο τινά, πρακτορείο ειδήσεων. Ο μυλωνάς ήταν ο δέκτης και ο αναμεταδότης πληθώρας πληροφοριών, φημών και διαδόσεων που κάλυπταν όλους τους τομείς της οικογενειακής, της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής του τόπου.

Καθώς ο μύλος λειτουργούσε ολόκληρο το 24ωρο, ιδιαίτερα τις ατελείωτες νύχτες του χειμώνα, μπροστά στο τζάκι με τα κούτσουρα, να τριζοβολούν, ο μυλωνάς και οι πελάτες του, που περίμεναν να γίνει το αλεύρι τους η να ξημερώσει για να φορτώσουν και να φύγουν, έστηναν πολύωρο κουβεντολόϊ.  Διηγούνταν τα τελευταία νέα, θυμούνταν παλιές ιστορίες με κλέφτες και ληστές, ανέσυραν από τη λήθη τους πολεμικές περιπέτειες, ξαναθυμούνταν αξέχαστα κυνηγετικά περιστατικά. Το κουτσομπολιό ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα στις συζητήσεις του μύλου. Πολλές φορές με μεσολαβητή τον ίδιο το μυλωνά άρχιζε η και ολοκληρώνονταν με ευτυχή κατάληξη κάποιο προξενιό.           

Οι γυναίκες που θα τύχαινε να καθυστερήσουν και πολλές φορές να ξενυχτήσουν στο μύλο είχαν φροντίσει να είναι εφοδιασμένες με αρκετές τουλούπες μαλλί για τη ρόκα τους η άφθονη κλωστή για το πλεκτό τους.

Η σειρά προτεραιότητας στο άλεσμα ετηρείτο με αρκετή συνέπεια, με βάση την ώρα προσελεύσεως καθενός. Από κει δε βγήκε και η παροιμία: «Αν είσαι και Παπάς με την αράδα σου θα πας». Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε τον μυλωνά να παραβεί την τάξη κάποτε, για τα μάτια κάποιας όμορφης η για την αγκαλιά κάποιας εύκολης χήρας.

Το δικαίωμα του μυλωνά, τα αλεστικά, ήταν πάντοτε σε είδος, σε ορισμένο ποσοστό από το προσκομιζόμενο για άλεσμα. Τα αλεστικά αυτά ονομαζόταν (το) «ξάι». Και επειδή οι μυλωνάδες προφανώς, συνήθιζαν, πέρα από το νόμιμο ξάι, να κλέβουν αλεύρι με διάφορα τεχνικά εφευρήματα η λέξη αυτή (ξάι) απέκτησε κακή έννοια. Και το ρήμα «ξαίζω» σημαίνει «ζημιώνω», «αφαιρώ» «λιγοστεύω», και «κλέβω».

Θέλοντας να πειράξει το μυλωνά για το «ξάι» του η όμορφη κόρη του φωνάζει:

Κυρ’ μυλωνά κυρ΄ μυλωνά, πόσο το άλεσμά σου; κι ο μυλωνάς μαγεμένος από την ομορφιά της απαντάει: Για σένα τζάμπα κούκλα μου, και ο μύλος χάρισμά σου.

Ενώ ο τραγουδιστής μούσας προσπαθεί να αποτρέψει την κοπέλα από του να πάει βραδινές ώρες στο μύλο γιατί θα συναντήσει εκεί κινδύνους.

Γιατί είναι τούρκος μυλωνάς κι αράπης πασπαλιάρης.

Παίρνει για ξάι, τ’ άλογο

Φιλεί τα μαύρα μάτια.

Το πόσο σημαντική ήταν η παρουσία του νερόμυλου και πόσο σπουδαίος ο ρόλος του στη ζωή του χωριού, φαίνεται και από το γεγονός ότι γύρω από το θέμα «μύλος» καλλιεργήθηκε μια ολόκληρη λαϊκή φιλολογία. Μια φιλολογία πλούσια σε δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις, παροιμίες, παροιμιακές φράσεις, ανέκδοτα, έθιμα.

Αλλά και πολλά έργα της δόκιμης λογοτεχνίας καθώς και της έντεχνης μουσικής δημιουργίας έχουν ως επίκεντρο της εμπνεύσεως των δημιουργών τους το μύλο το νερόμυλο σ’ εμάς, τον ανεμόμυλο αλλού και ιδίως στα νησιά

μας.  


Copyright© 2000-2001 Plataniotis.com