ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΔΑΝΙΑ

ΣΤΟ ΔΙΑΣΕΛΑΚΙ

Ο Νικόλαος Δανιάς, ο μεγάλος ευεργέτης του Πλατάνου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ναυπακτίας, έκανε και πάλι μια πολύ μεγάλη προσφορά στο χωριό Διασελάκι.

Έδωσε 1.000.000 δρχ. για την συντήρηση του Ιερού Ναού του χωριού.

Οι κάτοικοι του χωριού αυτού για να τιμήσουν τον μεγάλο άνδρα, του προσέφεραν ένα ωραίο τραπέζι στο χωριό τους στο μαγαζί του Κουρελή.

Εκεί οι Διασελακιώτες υποδέχτηκαν τον μεγάλο ευεργέτη Νίκο Δανιά μαζί με τους άλλους που ήρθαν απ’ τον Πλάτανο.

Ο Κουρελής που είναι γνωστός για τα ωραία ψητά που φτιάχνει, είχε ψήσει ένα νοστιμότατο κατσίκι που μας σερβίρισε και απολαύσαμε όλοι μαζί με τις ωραίες πίτες που είχαν ετοιμάσει οι φίλοι μας και μας προσέφεραν.

Στο τραπέζι ήταν ο Αθανάσιος Σκουφής, που φροντίζει τον Κάτω Πλάτανο το καλοκαίρι, ενώ το χειμώνα πάει στην Αμερική, ο ταμίας της ενορίας Αγ. Παρασκευής με την γυναίκα του Μαρία, ο ταμίας του Συλλόγου Αγία Παρασκευή Δημήτρης Αγγελής και πολλοί άλλοι.

Ευχόμαστε, ιδιαιτέρως, κάθε ευτυχία στα παιδιά του κ. Κουρελή, καλά στέφανα και να εορτάσουμε τις χαρές τους.

Ευχαριστούμε όλους τους φίλους μας απ’ το ωραίο Διασελάκι για τη φιλοξενία τους και ιδιαίτερα το κ. Κουρελή για την περιποίησή του.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  ΑΓΓΕΛΗΣ

 

ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΕΡΑ

ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΝ ΒΡΕΙΣ ΠΟΥΘΕΝΑ...

Όταν καθίσεις στην ωραία πλατεία του Πλατάνου, δίπλα στη μεγάλη και ιστορική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μην πεις θα πάρεις καφέ και θα φύγεις. Δεν φεύγεις εύκολα από τον Πλάτανο. Σε κρατάει και σε χαϊδεύει ο απαλός δροσερός αέρας ενός υψομέτρου που ξεπερνάει τα 875 μέτρα. Θα σε βρουν οι Καραγεωργέοι, οι Πολυχρονέοι, οι Βλαντέοι, οι Δεδοπουλαίοι, οι Ροντηρέοι και όλοι μεταξύ τους ίσοι Πλατανιώτες. Θα σε κεράσουν, θα σου μιλήσουν θα σου πουν την παλιά και τωρινή ιστορία του χωριού τους. Κι είναι πράγματι, σπάνια κι εντυπωσιακή. Εκεί θα σου δείξουν τον τόπο του σπιτιού όπου ο Καραϊσκάκης είχε το Στρατηγείο του. Το σχολείο όπου φοίτησε ο αείμνηστος Δαμασκηνός, Αρχιεπίσκοπος Ελλάδος, και Αντιβασιλέας, το σπίτι που έμειναν οι Βασιλείς της Ελλάδος Όθων και Αμαλία όταν επισκέφτηκαν τα χωριά μας, το Νοσοκομείο που έφτιαξε η Ναυπακτιακή Αδελφότης Αμερικής, την εκκλησία τον επιτάφιο και το καντήλι, ένα τάμα της Αλίκης Βουγιουκλάκη κ.α. 

Κ.Α. Δεδόπουλος

 

ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

Χαράς ευαγγέλια την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου π.ε. ο Σύλλογος Πλατανιωτών Αμερικής γιόρτασε τον πολιούχο μας Αγ. Νικόλαο, με παρακολούθηση της Θ. Λειτουργίας στον ομώνυμο Ναό της Νέας Υόρκης και αρτοκλασία υπέρ υγείας όλων των μελών και τις οικογένειες αυτών. Παραβρέθηκαν γύρω στους 100 Πλατανιώτες και αρκετοί κοντοχωριανοί. Στον Αγ. Νικόλαο στη γραφική αυτή εκκλησία ιερέας είναι ο Πλατανιώτης την καταγωγή πάπα-Γιάννης Ραμπαούνης. Στο Ναό υπάρχουν και τα οστά του Αγίου Νικολάου, όπου ο ιερέας έκανε περιφορά των οστών και Λιτανεία ειδικά αυτή την ημέρα για τους Πλατανιώτες.

Κατά την Θεία Λειτουργία για πρώτη φορά ακούστηκαν τα απολυτίκια της Παναγίας Προυσσιοτίσσης και της Αμπελακιωτίσσης «Της Ελλάδος απάσης συ προίστασαι πρόμαχος... και της Αμπελακιωτίσσης «Λίαν εύφρανας τους Ορθοδόξους... Ταύτην χαίρονται εις Αμπελακιώτισσαν ασπαζόμεθα, ποθούντες σωτηρίαν των ψυχών ημών. Καθώς και του Αγίου Πολυκάρπου «Χαίρει έχουσα η Ναυπακτία σε ακοίμητον φρουρόν προστάτην και της Σμύρνης η πόλις αδάμαντα...» Τα οποία έψαλαν καλλίφωνοι Ιεροψάλτες, που εμείς οι Ναυπάκτιοι μέσα στο πυκνό εκκλησίασμα πραγματικά νοιώσαμε συγκίνηση. Ο Νους μας νοερός έτρεξε στα Ιερά και Ιστορικά Μοναστήρια μας, που από αιώνες σαν αετοφωλιές κτισμένα στους βράχους της Ευρυτανίας και Ναυπακτίας τόσο μακρυά πολλές φορές ζητούμε το έλεος και την χάρη των.

Μετά στην όμορφη αίθουσα της εκκλησίας προσφέρθηκαν γλυκά, καφές και αναψυκτικά από τον Σύλλογό μας και την Φιλόπτωχο της εκκλησίας. Ακόμα πολλοί απόλαυσαν γλυκίσματα,  Πλατανιώτικες ραβανές και άλλα εδέσματα προσφορά από Κυρίες Πλατανιώτισσες.

Η Φιλόπτωχος είχε στολίσει τα τραπέζια με λουλούδια και ωραία τραπεζομάντιλα.

Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη αρκετοί καθίσανε όρθιοι και άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν γιατί δεν υπήρχε χώρος.

Μίλησαν ο Εκπαιδευτικός Δημήτριος Κωσταράς, ο Πρόεδρος της Εκκλησίας, ο Πρόεδρος του Συλλόγου μας Τάκης Τσούνης, που είπε: ότι αυτή η εκδήλωση θα γίνεται κάθε χρόνο. Χαιρετισμό απηύθυναν ο Κώστας Δεδόπουλος και ο Γεώργιος Βλάντης. Μετά μας μίλησε ο Ιερέας πατήρ Ιωάννης και αφού μας ευχαρίστησε όλους, για την τιμή που του κάναμε να παραβρεθούμε στον ναό αυτό, που λειτουργεί, μας μίλησε για την ιστορία του Ναού. Μετά ακούσαμε πολλά ανέκδοτα και συμβάντα από τα παλιά καλά χρόνια των χωριών μας.

Όλοι αντάλλαξαν ευχές και συνεχάρησαν το Δ.Σ του Συλλόγου που τηρεί τις παραδόσεις.

Ο Σύλλογος και οι Πλατανιώτες αισθάνονται την υποχρέωση ν’ απευθύνουν ένα «μεγάλο ευχαριστώ» στο ιερέα πάπα-Γιάννη και την Φιλόπτωχο για την ωραία αυτή φιλοξενία.  

    

Η ΚΟΙΝΩΤΗΤΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ ΜΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙ

        ST.NICHOLAS CHURCH

Προς τον Πρόεδρον κ. Τάκη Τσούνη

Και όλους τους Πλατανιώτες:

Αγαπητοί μας φίλοι,

Θέλω να ευχαριστήσω όλους σας που μας τιμήσατε με την επίσκεψή σας και Αρτοκλασία στον Άγιο Νικόλαο, και εύχομαι να περάσατε και σεις καλά κοντά μας. Χαρήκαμε ιδιαιτέρως που μας υποσχεθήκατε να έρχεσθε κάθε χρόνο. Ο Άγιος Νικόλαος να είναι πάντα κοντά σας ως Προστάτης και οδηγός σας.

Ευχόμεθα σε όλους Καλά Χριστούγεννα και με υγεία, ευτυχία και χαρά το 2001!

Με πολλή αγάπη

Παπαγιάννης Ραμπαούνης

 

ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΕΟΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ

«Μωρ’ Βασίλω ωωωω!...»

Καμπάνα η φωνή του Βασίλη Καραγεώργου χύθηκε απ’ την πλαγιά των Αγίων Αποστόλων κι έφτασε ως κάτω στην Μπουρλάδα, στη Βασίλω του. 

«... Πάρε το σακούλι  και το μαχαίρι το μαυρομάνικο κι έλα καταδώ να μάσουμε χόρτα μωρή ηηη...».

Κάθε φορά που έκανε χωνί τα χέρια στο στόμα του λάλαγε δυνατά! Κι έπαιρν’ ο αντίλαλος τη φωνή του και την επαναλάβανε και μια και μύριες φορές εκεί στο λόγκο. Έτσι ήξερε ο Γερό Βασίλης να μιλάει κι έμαθε και τη Βασίλω ν’ αποκρίνεται. Έτσι μιλούσαν δυνατά και ξάστερα και στα μυστικά τους ακόμα!     

Είχανε εκεί στην Μπουρλάδα ένα καλυβάκι πέτρινο και τρία με τέσσερα στρέμματα γης. Μοίρασαν τούτο το χαμοκάλυβο στα δύο, μισό για να στεριώσουν το νυκοκυριό τους κι άλλο μισό για τα ζωντανά τους. Και φώλιασαν κειμέσα όλο το βιος τους.

Λίγα προβατάκια, 20 κατσικούλες, ένα γαϊδουράκι, το σκυλί και τη γατούλα τους. Και στο δικό τους μερτικό στρίμωξαν κατάχαμα ένα στρωσίδι, ένα αμπάρι για το λίγο σταράκι της χρονιάς τους, μια λαίνα με παστό χοιρινό, δυό βαρελάκια για το τυρί τους και ένα σεντούκι για τα γιορτινά τους ρούχα, τη φουστανέλα του γέρο-Βασίλη και μια φούστα μπιρμπιλωτή για τη Βασίλω, άντε κι ένα φορτσέρι για όλα τα υπόλοιπα. Κι όλα τούτα τα αγαθά μέσα στο... παλάτι τους. Μα τους ήταν αρκετά κι ήταν φχαριστημένοι. Την υγειά τους νάχουν κι έχει ο Θεός!

Ζωή αρχέγονη έκαν’ ο γερό-Βασίλης και η Βασίλω του. Εκείνος με μια κάπα ριγμένη στον έναν ώμο χειμώνα, καλοκαίρι, ένα ζευγάρι χοντρές αρβύλες στα πόδια κι ένα πλεχτό ζωνάρι ζωσμένο στη μέση έμοιαζε μ’ αντάρτη του ΕΛΑΣ στον ξεπεσμό του! Και κείνη κουκουλωμένη στην κλαρωτή μαντήλα της, σκέπαζ’ ως κάτω το κορμί της με τη στενή μπλούζα και τη μακριά της φούστα.

Η Μπουρλάδα, οι Άγιοι Απόστολοι και τα Σηλεψιώτικα ήταν τα λημέρια του Βασίλη Καραγεώργου όλο το χρόνο. Ένα με το περιβάλλον, ένα με το κοπάδι του. Άνθρωπος αρνάκι στην ψυχή. Άνθρωπος της φύσης ήταν και λάτρης της. Η μοναξιά του άρεσε και ο λεύτερος αέρας. Εκεί τραγουδούσε, εκεί μιλούσε, εκεί ξημεροβραδιαζόταν. Κι είχε για κατάλυμα σαν έπαιρν’ η νύχτα, την «παλιοκαλύβα» του, στα ριζά του βουνού, στην Μπουρλάδα.

Κι η Βασίλω, στο σπίτι νοικοκυρά κι αγρότισσα στο κήπο, ένα μ’ εκείνον έγινε! Όργωναν κι έσπερναν με ένα ξινάρι, άιντε και με τ’ αλέτρι π’ ο γάϊδαρος μονοζεύγι το τραβούσε. Κι ήταν λαχανικά, οπωρικά και λιγοστό στάρι τα σοδήματά τους.

Σαν έπαιρν’ ο χειμώνας και το χιόνι τους έκλεινε στο σπιτοκάλυβό τους, αντάμα με τα ζωντανά περνούσαν τις ατέλειωτές τους ώρες. Τάιζαν κι άρμεγαν τα πρόβατά τους, έφτιαχναν το τυράκι τους και μεγάλωναν τ’ αρνάκια τους. Και κουβέντιαζαν με κείνα και κουβέντιαζαν κι οι δυό τους και δε διάκρινες αν ήταν τούτη κουβέντα, για τσακώνονταν για κάτι που δε συμφωνούσαν.

Μόνο τη Λαμπρή και τ’ Αη-Νικολάου ξεπόρτιζαν και το ‘χαν τούτο τάμα τους.

 Φόραγ’ ο Γερο-Βασίλης την κάτασπρη τη φουστανέλα με το φαρδιμάνικο πουκάμισο, το γιλέκο και το μεϊντάνι, ζωνόταν το σιλάχι του, έβαζε τα ολοκαίνουργά του τα τσαρούχια, κράταγε και την ποιμενική του γκλίτσα του στο χέρι κι ήταν σωστός Κολοκοτρώνης στην πλατεία του Πλατάνου. Κι η Βασίλω ταιριαστή κοντά του.

Ολοκαίνουργο  το κλαρωτό της μαντίλι, πλουμιστή η μπόλκα της, μπιρπιλωτό το μακρύ της το φουστάνι. Κορδωτοί κι όμορφοι τούτη τη φορά. Μόνο στην Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο προσκύναγαν κι Εκείνους μόνο λογάριαζαν, για Κείνους μόνο λαμπροφορούσαν.

Και σαν περνούσ’ η γιορτή, έλειναν τα καλά τους στο σεντούκι, για να τα φορέσουν πάλι του χρόνου και στις ίδιες τις γιορτές. Κι ήταν τούτα τα γιορτινά πάντα καθαρά και καινούργια. Τούτα ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχαν στο βιός τους.

Τούτη τη φορεσιά του  Γερο-Βασίλη ζηλεύαμε μεις τα παιδιά του Δημοτικού τότε και λαχταρούσαμε να τη βάλουμε στη γιορτή του Βαγγελισμού, κείνα τα χρόνια που δύσκολα βρίσκαμε φουστανέλα στο χωριό. Μα για να πετύχεις κάτι τέτοιο έπρεπε «να ‘χεις μπάρμπα στην Κορώνη», έπρεπ’ ο Γερο-Βασίλης και η Βασίλω να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη και σε σένα και στους δικούς σου. Έτσι λίγοι φόρεσαν στον Πλάτανο του Γερο-Βασίλη τη φουστανέλα. Για τον Βασίλη, είπαμε, τούτη η αλλαξιά ήταν το «είναι» του, ήταν η Παναγία του. Και φαντάζομαι, πως μ’ εκείνη θα ταξίδεψε και στον άλλο κόσμο!

Τούτη ήταν η ζωή του Νικολάκη και της Βασίλως. Μίζερη και φτωχή, αρχέγονη και απόκοσμη, αν θέλετε, μα φυσική και λεύτερη. Δε ξέρω αν είχαν κάποιο κρίμα που να βάραινε την ψυχή τους.

Ας είναι... Εκείνοι έχουν φύγει πλέον απ’ τη ζωή. Πρώτα πέθαν’ η Βασίλω, κι ύστερ’ από δυο- τρία χρόνια κι ο Βασίλης.

Σωροί από πέτρες και ξύλα έγιναν πια το σπιτικό τους κι η παλιοκαλύβα τους. Και κει στη Μπουρλάδα το λόγκο μόνος ο κούκος κι έρημος δοκιμάζει τη φωνή του και ο αντίλαλος την παίρνει για να την επαναλάβει και μια και δυο και μύριες φορές. Και την ακούει μόνος του.

ΚΩΣΤΑΣ Α. ΔΕΔΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΕΣ

Σε κηδείες προσφιλών σας προσώπων μην πετάτε στο βρόντο χρήματα για στεφάνια. Διαθέστε το ανάλογο ποσό στους Συλλόγους μας η την εκκλησία του χωριού σας, με τις τόσες ανάγκες. Σίγουρα εκεί θα πιάσουν τόπο.

ΑΛΕΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΕΣ

Αρχάς του εξήντα έλαβα ένα προσκλητήριο από Πλατανιώτικη οικογένεια της Αμερικής πού έλεγε: «Ο κύριος και η κυρία τάδε και ο κύριος και κυρία τάδε, έχουν την τιμήν να καλέσουν εις τους γάμους» κλπ, κλπ. «Οικία {για δώρα}τάδε». Υστερόγραφο: «μη στέλνετε τόστερ και ηλεκτρικά σίδερα έχουμε μαζέψει πολλά».

-Ημέρα τινά του 1962, βαράνε οι καμπάνες του χωριού μας, δε σταματάγανε, είχανε ξεκουφάνει τον Πλάτανο. Έλεγε ένας της συντεχνίας των ραπτών σ’ έναν της συντεχνίας των παπουτσιών,

-Τι γίνεται ρε; Μας πήρανε τ’ αφτιά. Γιατί βαράνε οι καμπάνες;

-Δεν ξέρεις γιατί κτυπούν τους λέει ο Τσαμαντρίας;

-Όχι.

-Γιατί τους τραβάνε το σκοινί.

Αλλά τελικά είχε διατάξει ο πατήρ της Βονώρτας Παπανίκος, για να πάνε προσωπική εργασία.

-Μη μου το λες.

-Σου το λέω.

«Πέννυ»

 

Ο «Πανάος» ο Κουρέας

Μια μέρα πήγε κάποιος από το χωριό μας στον Νίκο Καραγεώργο «Πανάο» για να τον κουρέψει- εκτός από Αγροτικός διανομέας που ήταν έκανε και τον κουρέα άμα λάχαινε. Προτού αρχίσει όμως το κούρεμα, ο πελάτης τον ρωτάει: «Τι λες; Θα τα καταφέρεις να μου κόψεις τα μαλλιά καλά;» Και ο Πανάος γελώντας του λέει: Α! Καημένε, τι είναι; Εγώ στον πατέρα μου κούρευα 20 γίδια την ώρα, εσένα τι σ’ έχω;

(Από το αρχείο του Κ. Δεδόπουλου)

 

 ΠΑΛΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥ     

Σήμερα δημοσιεύω ένα παλιό γράμμα που ανέσυρα από το αρχείο μου, πού έλαβα το 1971 από τον  αείμνηστο Δάσκαλο Γεώργιο Οικονόμου.

Εν Πλατάνω τη 25 Ιουνίου 1971

Αξιότιμοι

Κύριε Κώστα και Κα Ντίνα,

Ασμένως έλαβον ευχετήριόν σας  επί συμπληρώσει θεία χάριτι του 96 έτους της ηλικίας μου και παρακαλώ θερμώς, όπως δεχθήτε τας θερμοτάτας ευχαριστίας μου. Αντευχόμεθα και υμίν υπό υγιεινάς συνθήκας και αισίους οιωνούς αγαστήν μακροβιότητα.

Εγεννήθην την 22 Ιουνίου 1875.

Μετ’ απείρους ευχαριστιών, εξαιρετικήν εκτίμησιν και αγάπην

Γεώργιος Οικονόμου.

Εδώ παρατηρούμε ότι ο δάσκαλος Γ. Οικονόμου γεννήθηκε το 1875 και εγώ το 1938. Μικρός όταν ήμουνα στο χωριό μου έκανε φροντιστήρια κάθε Καλοκαίρι. Το 1971 είχαμε διαφορά ηλικίας 63 χρόνια και στο γράμμα του έγραφε Αξιότιμε, σ’ έναν μαθητή του. Αυτοί ήταν αγαπητοί μου χωριανοί οι παλιοί Πλατανιώτες. Ας το ξαναδιαβάσουν αυτό το γράμμα μερικοί, που λένε γιατί  τους αποκαλούμε με διάφορα ονόματα μερικές φορές!      

                                                    Κ.Α. Δ.

 

Ο ΠΑΠΑΘΟΔΩΡΑΣ ΣΕΛΨΑΣ

Όπως γνωρίζουν πολλοί ο Παπαθόδωρας από την Σέλψα διακρινότανε για την ετοιμότητα του τις ειρωνικές απαντήσεις του, όταν τον προκαλούσαν και στην ροπή του να δημιουργεί φάρσες.

Λέγεται λοιπόν, ότι κάποτε περνούσε απ’ την Σέλψα ο Δεσπότης της περιοχής για Πλάτανο να λειτουργήσει την επόμενη. Διέταξε τον Παπαθόδωρο να τον ακολουθήσει για να συλλειτουργήσουν. Τούτο άκουσε με δυσφορία ο καλοκάγαθος Παπαθόδωρος και σαν να μην αρκούσε αυτό βρήκε την ευκαιρία χωριανός του να τον πειράξει λέγοντας τώρα αν μπορείς Παπούλη κάμε φάρσα.

Θα ιδείς του απαντά ο Παπαθόδωρος.

Πριν αναχωρήσει η συνοδεία του Δεσπότη βρίσκει την ευκαιρία και λέει σ’ έναν δικό του, όταν φτάσουμε στην τάδε ραχούλα να βγεις και να μου φωνάξεις Παπούλη Παπούλη η Κώστενα πεθαίνει να γυρίσεις να την μεταλάβεις. Έτσι και έγινε. Όταν άκουσε ο Δεσπότης τον διάλογο, ρωτάει τον Παπαθόδωρο τη συμβαίνει ευλογημένε;

Τότε του απαντά ο Παπαθόδωρος. Δεσπότη μου με καλούν να γυρίσω στο χωριό γιατί πεθαίνει μια γυναίκα να την μεταλάβω. Πήγαινε του λέει ο Δεσπότης και ο Παπαθόδωρος τρέχοντας γύρισε στο χωριό του θριαμβευτής και ικανοποιημένος, γιατί πέτυχε η φάρσα του και γλίτωσε την περιπέτεια γι’ αυτόν του Πλατάνου.

Κώστας Α. Δεδόπουλος     

      

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ

Από το υπό έκδοση βιβλίο του καθηγητή κ. Νίκου Παπανικολάου- Πλάτανου με τίτλο «ΑΣΒΗΣΤΕΣ ΜΝΗΜΕΣ», ύστερα από άδεια του, προδημοσιεύουμε το παρακάτω κομμάτι που αφορά το πέρασμα των Γερμανών και των ταγμάτων Ασφαλείας από το χωριό μας στις 21 και 22 Αυγούστου του 1944.

«Ήρθε ο Αύγουστος. Η ζωή στο χωριό καλυτέρεψε. ‘Όμως η διχόνοια μεταξύ αυτών που εκτέθηκαν με το ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ κι΄ όσων από αντίδραση δεν εντάχτηκαν στις δυο οργανώσεις και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, άρχισε, σα σαράκι, να μας τρωει. Στραβοκοιτάγματα και μισοκουβέντες από την πλευρά των ΕΔΕΣιτών και των αποστασιοποιημένων κατά την διάρκεια των χρόνων που πέρασαν.

Τα Τάγματα Ασφαλείας, οι συνεργάτες των Γερμανών, οργίαζαν στο Αγρίνιο. Μέσα στον Αύγουστο αποφάσισαν να πάρουν τον ανήφορο για τα χωριά μας,

Όχι τόσο για να πολεμήσουν τις αντάρτικες μονάδες, όσο για να πλιατσικολογήσουν. Ν’ αρπάξουν ό,τι απόμεινε μετά το ξεπούλημα των υπαρχόντων μας για μια οκά καλαμπόκι και μια μπουκάλα λάδι. Συνηθισμένοι στη λευτεριά μας και ακούγοντας το ΒΒC να εκπέμπει ελπιδοφόρα μηνύματα, ούτε που δώσαμε σημασία στις φήμες πως τάχα θα μας έρθουν, όχι από τη Ναύπακτο, αλλά από το Αγρίνιο.

Στις αρχές του Αυγούστου, κοντά στο χωριό και στη θέση Βαλτσόρεμα, έλαβε χώρα μάχη των ΕΛΑΣιτών με τους Γερμανούς, που ξεκίνησαν από το Αγρίνιο με οδηγούς τους ταγματασφαλίτες για να φτάσουν στα χωριά μας να τους γυρίσουν πίσω και να συμπτυχθούν στο Θέρμο Τριχωνίδας. Στη μάχη αυτή πήραν μέρος και δικοί μας αντάρτες. Ο καπετάν Βελής, που το όνομα του ήταν Μανώλης Παπαϊωάννου,

από την Αράχωβα και Θανάσης Θανασούλης από την Περίστα.

Αργότερα, και μέσα στον ίδιο μήνα, νέα φάλαγγα Γερμανών ξεκίνησε από τον Προυσό Ευρυτανίας και μέσω Κόνισκας και Πέρκου έφτασε στο χωριό μου στις 21 του μήνα. Εγώ έκανα βάρδια στο τηλεγραφείο.

Τα πρωινά τηλεφωνήματα κατά Θέρμο μεριά δεν μου άρεσαν. Οι αντάρτες εξαφανίστηκαν απ’ την περιοχή μας. Τράβηξαν πίσω απ’ τα βουνά μας, στον ελατόφυτο ψηλό Αρδίνη και πέρα απ’ αυτόν, κατά την Αράχωβα. Σ’ όλο το χωριό διαδόθηκε η είδηση, πως έρχονται οι Γερμανοί.

«Κακό που μας βρήκε! Τι τους κάναμε; Καλά μας είχαν ξεχασμένους. Τι θέλουν κι έρχονται;» απορούσαν οι χωριανοί μου.

Όλοι οι κάτοικοι έφυγαν τρομαγμένοι τον κατήφορο. Κρύφτηκαν στις ρεματιές ίσαμε τον Κότσαλο, το μικρό ξεροπόταμο που περνάει κάτω από το χωριό. Λίγες ανήμπορες γριές και λίγοι ηλικιωμένοι άντρες έμειναν με την ελπίδα πως δε θάχουν να κερδίσουν τίποτα οι Γερμανοί σαν τους βλάψουν. Όσοι έφυγαν ήξεραν πως δε θα ξαναγύριζαν στο χωριό, αν δεν ακούγανε τις καμπάνες της εκκλησίας μας να χτυπάνε.

Εγώ, πιστός στην αποστολή μου, άπειρος και χωρίς συναίσθηση κινδύνου, καρφωμένος στο τηλέφωνο, περίμενα να βγάλω Αχλαδόκαστρο η Σέλψα για να μάθω αν οι Γερμανοί πέρασαν από αυτούς και έρχονταν για τον Πλάτανο. Φυσικά, κανένας δεν απαντούσε, γιατί κανένας δεν ήταν στο πόστο του τέτοιες ώρες. Είχαν μυαλό οι άνθρωποι!

Αντί να βγει Αχλαδόκαστρο στο τηλέφωνο, βγήκαν Γερμανοί στη ραχούλα, ένα ύψωμα πάνω από το χωριό! Το τηλέφωνο στον ώμο και όπου φύγει-φύγει. Αντάμωσα το Δημητράκη Πούλο, το Γαβρίλη Τσίπουρα, το Μιχάλη Δανιά και καναδυό άλλους φίλους μου, που δεν μπορώ να τους θυμηθώ σήμερα και την αράξαμε στην κορυφογραμμή του Ξηροβουνιού, εκεί, που πίσω της είναι το χωριό Αγία Τριάδα.

Σκαρφάλωσα σε μια τηλεγραφοκολώνα, συνέδεσα το τηλέφωνο με τη γραμμή κι’ έτσι μπορούσαμε να έχουμε επαφή με τα πίσω από το Ξηροβούνι χωριά. Από μας περιμένανε να τους πληροφορήσουμε για τις κινήσεις των Γερμανών.

Με τα κιάλια που είχαμε στη διάθεσή μας, τους βλέπαμε στα ξέφωτα μέρη του χωριού, να τριγυρίζουν, να ψάχνουν, να κυνηγάνε ζώα και κότες και ν’ ανάβουν φωτιές, που σαν έπεσε το σκοτάδι ζωντάνεψαν περισσότερο. Όχι για να ζεστάνουν τα κόκαλά τους αυγουστιάτικα, αλλά για να ψήσουν ό,τι ζωντανό κατάφεραν να ξετρυπώσουν και να σκοτώσουν.

Τη νύχτα την περάσαμε κοιμισμένοι πάνω σε ψειριασμένα τσόλια, που μας έδωσαν οι κάτοικοι της Αγίας Τριάδας μαζί με μπομπότα, και από τα χαράματα σηκωθήκαμε να παρατηρούμε με τα κιάλια τις κινήσεις των Γερμανών. Έτσι και τα μαζεύανε να ξεκινήσουν τον ανήφορο για τα άλλα χωριά, έπρεπε να τα ειδοποιήσουμε τηλεφωνικά.

Κατά το μεσημέρι καπνός φάνηκε στη μέση του χωριού, που όσο περνούσε η ώρα τόσο και αβγάταινε και θέριευε. Κάτι μεγάλο πρέπει να καιγόταν. Δεν ήταν φωτιά ψησίματος αυτή.

-Ρε σεις, σπίτι καίγεται, λέει ο Γαβρίλης. Νομίζω πως είναι το Λιαραίικο! Το σπίτι των Σουμπασακαίων, που τους λέγαμε Λιαραίους, ήταν ένα από τα καλύτερα σπίτια του χωριού, γι’ αυτό το προτιμούσαν για κατάλυμά τους οι βαθμοφόροι του ΕΛΑΣ και, όταν δεν υπήρχαν αυτοί, πολιτικοί του ΕΑΜ, που περνούσαν απ’ το χωριό.

Δε μοιάζει νάναι το Λιαραίικο, αυτό που καίγεται είναι πιο πάνω, πιο σιμά στην εκκλησία. Είναι το Καρμανιδαίικο! Σίγουρα αυτό είναι, λέω εγώ.

-Αυτό είναι, πετάγεται και ο Δημητράκης.

-Λες ν’ αρχίσουν να καίνε το χωριό, όπως έκαψαν το Θέρμο; Φτου γαμώ την Παναγία τους, ξαναλέει ο Δημητράκης, κι έφτυσε καταπώς το συνήθιζε.

Περιμέναμε κάμποση ώρα. Όταν οι φλόγες και οι καπνοί ανέβηκαν τ’ αψήλου, είμασταν σίγουροι πως ήταν Καρμανιδαίικο. Αρχοντόσπιτο.                    Με σαλόνια, σκάλες, μπαλκόνια, όμορφη αυλή, με λουλούδια και με μια ωραία αυλόπορτα. Αρχοντάνθρωποι οι Καρμανιδαίοι. Ο Καρμανιδοάννης ήταν δήμαρχος Προσχίου. Ένας απ’ τα εγγόνια του ήταν ο δικηγόρος Γιώργος Καρμανίδης, που άφησε εποχή για τη σωφροσύνη του, τις άγριες εκείνες ημέρες της κατοχής, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Ψηλός, λιγνός, μ’ ένα πιστόλι στη ζώνη και μόνιμα ένα τσιγάρο στα κιτρινισμένα του δάχτυλα, πάντα χαμογελαστός, ποτέ φωνακλάς, ήξερε να πείθει, να βάζει τα πράγματα στη θέση τους με σοφία.

Όμως αυτό ήταν. Άλλη φωτιά δεν άναψε δίπλα. Δεν άργησε όμως ν’ ανάψει παρακάτω.

-Το τηλεγραφείο! Φώναζαν οι άλλοι. Αυτό πρέπει νάναι, λίγο παρακάτω από την εκκλησιά!

-Ρε παιδιά, δεν είναι λίγο παρακάτω από την εκκλησιά. Είναι ακόμα παρακάτω. Είναι το δικό μου σπίτι, απαντάω εγώ και πριν τελειώσω με πήραν τα κλάματα.

Όλοι πρόσεξαν περισσότερο και όλοι κατάλαβαν πως ήταν το Παπανικολαίικο, αλλά για να με παρηγορήσουν συμφωνούσαν:

-Το τηλεγραφείο είναι, δε βλέπεις; Να πάρε τα κιάλια να δεις καλύτερα!

Τα κλάματά μου δεν μ’ άφησαν να δω. Ήμουν τόσο σίγουρος, πως η δεύτερη φωτιά έβγαινε απ’ το σπίτι μας, όπως ήταν σίγουροι και οι συναγωνιστές μου.

-Μη κλαις, Νικολάκη, τι να κάνουμε, τους πούστηδες! Έλα, κάτσε και μη κοιτάζεις κατά το χωριό. Εσείς να είστε καλά, με παρηγορούσε ο Δημητράκης. Και μέσ’ τις παρηγοριές του πετάχτηκε ορθός και αγριεμένος.

-Γαμώτο τους! Τώρα καίγεται το δικό μου!

Όλοι μαζί είδαμε την Τρίτη φωτιά. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, πως το σπίτι ήταν του Κώστα Πούλου, του δικηγόρου, ενός εξαίρετου κυρίου του χωριού μας, μετρημένου και σοβαρού, που είχε γυναίκα του τη Θοδωρούλα, πραγματική αρχόντισσα. Ήταν οι γονείς του Δημητράκη.

Καθόμασταν εκεί, κατάραχα και πότε με κιάλια, πότε χωρίς αυτά, παρακολουθούσαμε τις τρεις φωτιές. «Ποια θα είναι η τέταρτη;» αναρωτιόμασταν όλοι και την περιμέναμε.

Δεν είδαμε τέταρτη. Είδαμε τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες να φεύγουν, να παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Τους βλέπαμε στο στενό δρόμο, που βγαίνει από το χωριό, περνάει τον Αη-Λιά και τραβάει για Θέρμο και για Αγρίνιο.

 Ήταν μια μαύρη γραμμή, που την έκοβαν χρώματα και ανταύγειες. Τη μαύρη γραμμή την αποτελούσαν άνθρωποι και μουλάρια, τα χρώματα κουβέρτες, βελέντζες, έπιπλα   και τις ανταύγειες μεγάλοι καθρέπτες, που πήραν από τα σαλόνια των νοικοκυραίων! Δεν ήρθαν να πολεμήσουν, ήρθαν να πλιατσικολογήσουν, να ρημάξουν το χωριό, να του πάρουν ό,τι απόμεινε από το ξεπούλημα για μια χούφτα καλαμπόκι! Δεν νομίζω πως οι Γερμανοί ήθελαν να πάρουν τον αέρα τους στον Πλάτανο. Οι ταγματασφαλίτες, οι «ράλληδες» τους έφεραν, για να κάνουν αυτοί τη ρεμούλα τους. Και μια και έκαναν τον κόπο ν’ ανεβούν τους κατσικόδρομους, να μην αφήσουν και τ’ αχνάρια τους; Να μην κάψουν και κανένα σπίτι;

-Ρε σεις, αυτό δεν είναι το Καρμανιδαίικο; Εδώ δε μένει ο Γιώργος Καρμανίδης, ο πολιτικός του ΕΑΜ, ο δικηγόρος; Δεν το καίμε ρε! Μια εύφλεκτη μπουκάλα και να οι φλόγες. Στάχτη το Καρμανιδαίικο.

-Αυτό δεν είναι το σπίτι του δάσκαλου, του Παπανικολάου, του υπεύθυνου του ΕΑΜ; Κάψτε το τε του κερατά. Άλλη μπουκάλα, άλλη πιστολιά και να οι φλόγες στα μεσουράνια. Τα πολλά κουφώματα και οι εσωτερικές ξύλινες σκάλες βοήθησαν ν’ ανάβει η φωτιά τ’ αψήλου.

Ετούτο δεν είναι του Κωστίκα, που ο γιος του ο Θύμιος είναι στο αντάρτικο και ο Δημητράκης ΕΠΟΝίτης; Φωτιά ρε και σ’ αυτό. Και όχι, βέβαια, όλες αυτές οι υποδείξεις στα γερμανικά, αλλά σε γνήσια βραχωρίτικα. Βραχώρι λέμε το Αγρίνιο. Τι ήταν για ένα μεθυσμένο από πλατανιώτικο κρασί Γερμανό να πιστολίσει μια μπουκάλα κι’ ύστερα όλοι «εν χορώ» να χαχανίζουν για το ανούσιο κατόρθωμά τους!

Όπως βλέπαμε τη μαύρη γραμμή να ξεκινάει απ’ το χωρίο και να σκαπετάει πέρα απ’ τον Αη-Λιά, νομίσαμε πως ήταν καιρός εκδικηθούμε!... Είχαμε μαζί μας δυο-τρεις αραβίδες ιταλικές και κάμποσα φυσίγγια.

-Μια και προχωράνε έτσι αμέριμνοι, σαν να γυρίζουν από πανηγύρι και έτσι όπως προσφέρονται για στόχο, δεν τους ρίχνουμε; Λέει ο Δημητράκης.

Τόσο μυαλό είχαμε! Κανείς δεν σκέφτηκε πως με τα λιανοτούφεκα μας οι σφαίρες δεν θα έφταναν ούτε ως τη ρεματιά η το πολύ ως το ποτάμι. Πως μπορούσαν να φτάσουν στην απέναντι πλαγιά, χιλιόμετρα μακριά!

Μπαμ-μπουμ, στο «γάμο του καραγκιόζη»!

-Θα σας φάμε ρε! Δώσ’ και μένα τ’ όπλο να τους ρίξω κι εγώ.

-Μου φαίνεται σα να σκότωσα κάποιον!

-Κοίτα ρε, σταμάτησαν. Χέστηκαν πάνω τους! Διάβηκαν τη στροφή του Αη-Λιά. Χάθηκαν. Ξεβρόμισε ο τόπος. Μόνο οι τρείς φωτιές έμειναν να θυμίζουν το πέρασμά τους. Τρεις φλογισμένες μαχαιριές στην καρδιά του ξέγνοιαστου ως εκείνη την ημέρα χωριού.

Περιμέναμε στη μέση του Ξεροβουνιού για κάμποση ώρα και σαν είδαμε πως τίποτε δεν κουνιόταν μέσα και έξω απ’ το χωριό, είπαμε να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό, να χτυπήσουμε τις καμπάνες, καταπώς είχαμε συνεννοηθεί, για να γυρίσουν οι κάτοικοι, οι κρυμμένοι στις ρεματιές.

Βρήκαμε το χωριό έρημο. Οι δρόμοι γεμάτοι σπασμένα έπιπλα, κουζινικά, μισοσβησμένες φωτιές, πεταμένο ρουχισμό, κασμάδες φτυάρια κι’ ένα σωρό άλλα αντικείμενα.

Περάσαμε πρώτα από το σπίτι του Δημητράκη. Οι φλόγες είχαν πέσει και οι πέτρες του σιγόβραζαν μέσ’ τα αποκαίδια. Δεν είχε πολλά κουφώματα και στάθηκε όρθιο.

Ύστερα περάσαμε από το δικό μου. Αυτό άρχισε να πέφτει. Τα ξύλινα μπαλκόνια, οι ξύλινες εσωτερικές σκάλες και τα ξύλινα πατώματα, το γονάτισαν. Η σκεπή του είχε γείρει κ’ έφτανε ως το κατώι. Έκαιγε τόσο πολύ ο γύρω τόπος, που μας ανάγκασε να περάσουμε τρεχάτοι το καλντερίμι που ήταν μπροστά του. Κάθισα απόμακρα, στο πεζοδρόμιο του μαγαζιού του Χρυσικού, γιατί δε μπορούσα να το πλησιάσω, τόβλεπα παραδομένο στις φλόγες, έκλαιγα και αναπολούσα.

Το Παπανικολαίικο ήταν ένα απ’ τα αρχοντόσπιτα του χωριού. Τόχτισε ο παππούλης μου, ο Κολιός, ο τσαγκάρης «με το τσαγκαροσούφλι», όπως έλεγε, σαν παντρεύτηκε τη βάβα μου, τη Διαμάντω. Ήταν από μεγάλη οικογένεια η Διαμάντω, τους Τσωτσαίους. Πολλά λεφτά. Λένε πως τάβγαζαν τοκίζοντας χρήματα και ξεζουμίζοντας τους χωριανούς τους. Ο παππούλης μου ήταν γιος μικρομπακάλη. Λεβέντης. Σαν πήγε στρατιώτης τον έστειλαν στην ανακτορική φρουρά. Είχε πολλά πάρε-δώσε με τις πριγκιποπούλες της εποχής εκείνης. Διατήρησε και αλληλογραφία μαζί τους σαν αποστρατεύτηκε.

Μέσα σ΄ αυτό το σπίτι γεννοβολούσε σαν κουνέλα η βάβα μου. Από καμιά δεκαριά γέννες, τέσσερα παιδιά της περίσσεψαν. Πέθαιναν πριν μεγαλώσουν.

-Αν δεν πάρς το πιδί που θα γεννήσ’ Διαμάντω μ’ να το πετάξ στο ρέμα κι όποιος πρώτος το βρει να το βαφτίσ’, μη περιμένς να φθουρίσ’ κανένα, της έλεγαν οι γειτόνισσες.

Αρσενικό ήταν αυτό που γέννησε εκείνη τη φορά. Το πέταξε στο ρέμα και κρύφτηκε.

-Να σου ζήσ’ Αθηνά μ’! Αθηνά ήταν η Σκουφόγρια, όπως την λέγανε, η Αθηνά Δημητρακοπούλου, που αυτή έλαχε να βρει πρώτη το μωρό να σπαρταράει στο κλάμα τυλιγμένο στα σκουτιά του, καταμεσής στο ρέμα.

_Να μας ζήσ’ Διαμάντω μ’!

-Κι πότε λες, μι του καλό να το βαφτίσ’, για να μην το χάσω;

-Όποτε θέλσ’’ Διαμάντω μ’.

«Και το όνομα αυτού Αλέξης», ο πατέρας μου, γιατί Αλέξη έλεγαν το γιο της, τον πατέρα του σημερινού βουλευτή και πρώην υφυπουργού του ΠΑΣΟΚ, Θανάση Δημητρακοπούλου.

Αυτό ήταν το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα. «Και τώρα! Ένα μπουκάλι, μια πιστολιά και αυτό ήταν όλο. Γιατί;».

Αυτά σκεφτόμουν καθισμένος στο πεζοδρόμιο του Χρυσικού κρατώντας το κεφάλι στις παλάμες, μ’ ακουμπισμένος τους αγκώνες στα αχαμνά μου γόνατα και να το δάκρυ να τρέχει από τα μάτια μου! «Και τώρα, πως θα πω το θλιβερό μαντάτο στους δικούς μου;»

Οι χωριανοί μου σιγά- σιγά μαζεύονταν στα σπίτια τους και έψαχναν να βρούνε τι απόμεινε απ’ το πλιάτσικο των επιδρομέων. Εγώ, άστεγος, έπρεπε να πάω στον Αη-Δημήτρη, στους δικούς μου να τους αναγγείλω τα μαύρα μαντάτα. Και καλά στον πατέρα μου, τη μάνα μου, την αδελφή μου.

Στον παππούλη μου, γέρο άνθρωπο, που μόχθησε να στήσει αυτό το σπίτι και να μεγαλώσει παιδιά και εγγόνια μέσα σ’ αυτό τι να πω; «Παππούλη, ξέρεις, το σπίτι που έχτισες «με το τσαγκαροσούφλι» το έκαψαν οι Γερμανοί». Θα τον πέθαινα. «Όχι θα το πω πρώτα στον πατέρα μου και αυτός ας το σερβίρει με τρόπο», σκεφτόμουν ενώ διάβαινα το Ξεροβούνι.

Τους βρήκα έξω από το χωριό, στην Μπέλιστα, στα κτήματα του άλλου παππούλη μου, από τη μάνα μου, τον Νικολάκη. Ήταν σ΄ ένα ξέφωτο. Γύρω-γύρω έλατα. Η μάνα μου προσπαθούσε να μαγειρέψει, ο πατέρας μου διάβαζε κάτι χαρτιά, η αδελφή μου έπλεκε.          Ο παππούλης γερμένος στον κορμό ενός έλατου αναπολούσε τα περασμένα του.

Η μάνα μου, μόλις μπήκα στο ξέφωτο, προβάλλοντας ανάμεσα στα έλατα, με κοίταξε στα μάτια και μ’ έπιασε. Δε γελιέται η μάνα.

-Κάτι έχεις! Τι;

-Τίποτα ρε μάνα. Άσε με! Κουρασμένος είμαι!

-Μη μου κρύβεσαι εμένα, σε ξέρω! Με ξεμονάχιασε παράμερα κι εγώ το πέταξα:

-Μας έκαψαν οι Γερμανοί το σπίτι, και σωριάστηκα στα χορτάρια.

Δε μίλησε. Με τα μάτια της σε μένα έβλεπε πίσω από μένα, στο κενό.

Πλησίασε τον πατέρα μου. Εγώ δεν ήθελα ούτε να βλέπω, ούτε ν’ ακούω. Κοιτούσα τα ξεροχόρταρα και μάδαγα ένα αγριολούλουδο.

-Θα στο ξαναχτίσω παλατάκι! Έλα! Μην πικραίνεσαι. Ήταν ο πατέρας μου, που ενημέρωνε τον παπούλη. Εκείνος ακουμπισμένος πάνω στον έλατο, αμίλητος, έμοιαζε απολιθωμένος. «Καημένε παππούλη, τι σούλαχε στα γεράματά σου!», σκεφτόμουνα.

Σύρθηκα πάνω στο χορτάρι ως τον έλατο. Έχωσα το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια του και του φιλούσα τα χέρια κλαίγοντας. Ένοιωθα ένοχος. Γιατί να είμαι εγώ αυτός που έφερε το θλιβερό μαντάτο; Δε μπορώ να θυμηθώ πότε ξαναμίλησε ο παππούλης από τότε. Μου φαίνεται σα να μη μίλησε ποτέ από κείνη την ημέρα».

ΣΚΟΡΠΙΑ...

-Να μισήσει ο άνθρωπος το κρασί λίγο και όχι τελείως. Πάρε ένα μήλο, δώστο στο χέρι του αρρώστου όταν ψυχομαχά, να μείνει στο χέρι του όταν ψυχομαχήσει και τότε πάρτο και να πεις: Καθώς παίρνει ο Θεός τον τάδε πεθαμένο τον νουν και την λαλιά, έτσι και τούτο το μήλο να πάρει την επιθυμία του κρασιού κάθε ανθρώπου όστις φάγει. Και όσον (γρ. Όταν) δόσης σε κάποιον, μισά το κρασί. Και όταν θέλεις να το μισήσει τελείως, όταν το παίρνεις από τον νεκρό, να ονομάσεις μόνον εκείνο μοναχά όπου θέλει να το φάει.   

-Κληρονομικό δίκαιο: Διαθήκες, κληρονομιές, μοιρασιά, της πατρικής η της μητρικής περιουσίας όταν δεν υπάρχει διαθήκη. Η σύζυγος, τα παιδιά, τ’ αδέλφια. Ενδιαφέροντα παλαιά έγγραφα και λαϊκή ορολογία.                    -Όταν στον Πλάτανο γεμίζουν πολύ ένα σακί και το πιέζουν χρησιμοποιούν τις λέξεις τυλώνω και πατικώνω.

-Όταν τα παλιά χρόνια ένας συγχωριανός δυστυχούσε, τότε έτρεχαν όλοι οι άλλοι να βοηθήσουν. Παράδειγμα, αν καιγόταν η καλύβα κάποιου, τότε οι άλλοι έτρεχαν να βοηθήσουν, να του δώσουν και να του μαζέψουν χρήματα η χρήσιμα πράγματα.

Αν καταστρεφόταν το κοπάδι κάποιου κτηνοτρόφου, τότε μια παρέα από άνδρες γύριζαν όλες τις στάνες και του μάζευαν, αρνιά η κατσίκια, τα οποία δίνονταν δωρεάν, ένα η δυο κομμάτια από τον κάθε κτηνοτρόφο, για να ξαναδημιουργηθεί το κοπάδι κτλ.

Έτσι ήταν οι παλιοί Πλατανιώτες!

-Πίστευαν παλιά οι Πλατανιώτες ότι καθένας έπρεπε να έχει πάνω του ένα φυλαχτό. Αυτό ήταν συνήθως ένα δερματάκι τριγωνικό που περιείχε λιβάνι, δενδρολίβανο και λίγο τίμιο ξύλο, αν είχαν... Το διάβαζε ο παπάς στην εκκλησία και το κρέμαγαν στο στήθος, για να τους προστατεύει από το κακό. Συνήθως έβαζαν και στα ζώα.

-Πρακτικοί κτηνίατροι στον Πλάτανο. Ήταν ο Ανδρέας Γιαννατάς και Ιωάννης Τσουκαλής. Πολλοί στο χωριό μας κάνανε τον Πρακτικό Κτηνίατρο, αλλά ο Α. Γιαννατάς και Ι. Τσουκαλής ήταν οι πιο έμπειροι. 

-Από παλιό συμβόλαιο του 1882, βλέπουμε ότι η περιοχή Κάλανος Πλατάνου λεγότανε τότε «Κηπούλι».

-Οι Πλατανιώτες που πήγαιναν παρέες να δουλέψουν μαζί, μακριά από το χωριό, για λόγγο, να βγάλουν καυσόξυλα, να θερίσουν, να σκάψουν κτλ. γίνονταν, γιατί είχαν αλληλοβοήθεια, προστασία, συντροφιά. 

-Από τις πρακτικές μαμές του χωριού η πιο αξιόλογη ήτανε η Μαρία Κέλιου από τον Κάτω Πλάτανο. Μαμή πρακτική αυτοδίδακτη, αλλά και με τεράστιες γνώσεις πρακτικής ιατρικής, που ήξερε πολλά βότανα και γιατροσόφια. Εφάρμοζε πολλά πράγματα της παραδοσιακής ιατρικής από τις βεντούζες μέχρι το βελονισμό.

Προσωπικά, της είμαι ευγνώμων, γιατί εγώ κατόρθωσα να επιζήσω χάρη στις δικές της εμπειρίες και υποδείξεις, που η μάνα μου εφήρμοσε κατά γράμμα και όταν ακόμη η επιστήμη είχε σηκώσει ψηλά τα χέρια.

ΚΩΣΤΑΣ Α. ΔΕΔΟΠΟΥΛΟΣ

Copyright© 2000-2001 Plataniotis.com