![]() |
![]() ![]() |
| Home | Απόδημος Πλατανιώτης | Πλάτανος | Νέα | Βιβλία | Ναύπακτος Times |
|
|
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ Το σίμωμα “πίτσιο”: Έβαζαν μια πέτρα σαν σταθερό σημείο το λεγόμενο “πίτσιο” η σίμωμα. Από απόσταση 6-8 βημάτων ο κάθε παίκτης πετούσε προς την πέτρα ένα μεταλλικό νόμισμα (κέρμα), όλοι βέβαια από το ίδιο είδος (δεκάρα, εικοσάρα, φράγκο κ.λ.π.). Όποιου το νόμισμα πήγαινε πιο κοντά στην πέτρα, εθεωρείτο πρώτος. Αυτός μάζευε όλα τα νομίσματα (κέρματα), τα έβαζε στην παλάμη του και τα “έστριβε”, δηλαδή τα πετούσε προς τα πάνω στον αέρα και αυτά στριφογυρίζοντας έπεφταν στο έδαφος με διαφορετική όψη το καθένα. Αυτός που τα έστριβε έπαιρνε τις κορώνες, τα άλλα τα έστριβε ο δεύτερος, ο τρίτος κατά σειρά κ.ο.κ. Και το παιχνίδι συνεχιζόταν επαναλαμβανόμενο σ΄όλες του τις φάσεις, έπαιρναν μέρος σ’αυτό πολλοί παίκτες. Από το αρχείο του Κ.Α.Δεδοπούλου
ΜΠΟΜΠΟΤΑ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ Η μπομπότα είναι καλαμποκόψωμο του ταψιού. Και την έφκιαναν βέβαια στο χωριό μας σε περιπτώσεις που δεν είχαν καθάριο να ζυμώσουν ψωμί. Είναι το ψωμί των πολύ φτωχών και των πεινασμένων, τουλάχιστον για την Ορεινή Ναυπακτία. Έχομε δυο ειδών: την ανεβατή και τη λειψή. Την ανεβατή τη ζύμωναν με κανονικό προζύμι στο σκαφίδι. Μόνο που το καλαμποκάλευρο το ζεμάτιζαν με αλατισμένο νερό. Το’ καναν κανονικό ζυμάρι και το έριχναν στα ταψιά. Εκεί το άφηναν πολλές ώρες να γίνει, δηλαδή να φουσκώσει, κι ύστερα το έριχναν στο φούρνο. Στο τραπέζι τη μπομπότα την έκοβαν φέτες, όπως το ψωμί. Στην κατοχή η μπομπότα έσωσε τον κόσμο από την πείνα, σε πολλές περιοχές. Η λειψή γίνεται χωρίς προζύμι. Το αλεύρι ζεματίζεται κι ύστερα τρίβεται από τη νοικοκυρά με λάδι. Ρίχνουν μέσα και σταφίδα μαύρη και κανέλα. Γίνεται έτσι τραγανή και νόστιμη. Σωστή νοστιμιά, δηλαδή που την τρώνε “κολατσιό” με τυρί. Από το αρχείο του Κ. Α. Δεδοπούλου Ο Τσαμαντρίας στο καφενείο που είχε στη Ράχη, δεν είχε αρκετά καθίσματα, γι΄αυτό έκανε πεζούλια από πέτρες γύρω- γύρω. Μια παραθερίστρια πού ήθελε να καθίσει, ρώτησε τον Τσαμαντρία αν έχει σκαρπιάδες το πεζούλι; Και ο ετοιμόλογος Τσαμαντρίας της απάντησε: Ούτε έναν, γιατί φοβόνται τις οχιές! Από το αρχείο του Κ.Α.Δεδοπούλου
ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΕΟΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ Τα κουτσομπολιά τα’ χαν μεγάλο κακό οι Καραγεωργέοι και ποτέ δεν έκαναν σχόλια να χαλάνε προξενιά. -Η κυρά μου, που λέτε, μας έλεγε μια μέρα ο Γέρο τσέλιγκας Καραγεώργος, είπε ν’ ασβεστώσει και πήρε μυζήθρα και άλειψε απ’ έξω τα ντουβάρια. Τα σκυλιά όλοι τη νύχτα έγλειφαν τη μυζήθρα. Πάντα κάτι αστείο είχε να πει. Όταν μαλώναμε με τα παιδιά στον Πλάτανο και με φώναζαν “Βλάχε κουτσόβλαχε” έτρεχα στο Καραούλι και από εκεί τραγουδιστά, με όση δύναμη είχα, τους αντίλεγα: “Τα παιδίων του Πλατάνου έφαγε πολύ κουραδίων κι έχεσε μες στο βρακίον”. Μου’ ρχόταν μεγάλη βρισιά το “Βλάχος” και ρωτούσα κάθε τόσο τον παππούλη μου για το “Βλάχος” που με κορόιδευαν και εκείνος μου μιλούσε για την ιστορία μας. Και γω ακουμπούσα το κεφάλι μου στα γόνατά του κι εκείνος με χάιδευε τα μαλλιά μου κι έλεγε, έλεγε για την καταγωγή μας. Γνήσιοι άνθρωποι είμαστε. Η ζωή μας πάντα την περνάμε στα ψηλότερα μέρη στην πρώτη σειρά! Πολεμιστές, αρματολοί, φρουροί για την πατρίδα. Περήφανος να ‘σαι, ορέ. Ναι, βλάχος και μ’ ένα μάτι ας είσαι, και να πατάς γερά στα πόδια σου. Όχι να το βάζεις στα πόδια. Εμείς οι Βλάχοι, ξέρε το καλά, κρατήσαμε ψηλά το φλάμπουρο της λευτεριάς. Και να θυμάσαι πάντα: απ’ ο,τι φοβάσαι δε γλιτώνεις. Η ζωή σου το δείχνει. Και ξέρεις ποιανού όνομα έχεις; Του πατέρα μου! Ήταν λεβέντης κι όμορφος, ο Νικόλας με τ’ όνομα! Ήταν ο μεγαλύτερος τσέλιγκας, χίλια εξακόσια γιδοπρόβατα είχε. Τόσο γερή ράτσα και ωραίος ήταν, που οι γυναίκες γκαστρώνονταν από αυτόν για να αποκτήσουν καλή ράτσα. Μεγάλη επισημότητα είχε η φωνή του παππούλη μου όταν αράδιαζε αυτά τα λόγια. Κυριαρχούσαν πάνω από την ντροπή μου για το “Βλάχος”, σήκωνα ψηλά το κεφάλι περήφανος, όλος χαρά έφευγα από κοντά του για τον Πλάτανο να σμίξω πάλι με τον Σπανοκώστα, τον Ντιλοθύμιο, τον Ροντηροαριστείδη και τ’ άλλα πλατανιωτάκια με ψηλότερο το ανάστημα, για να νυχτωθούμε στο παιχνίδι. Στο δεύτερο δωμάτιο του σπιτιού μας στη Μπουρλάδα αραδιαζόμασταν εμείς τα παιδιά, αδέλφια και ξαδέλφια παρέα με τη θεία μας τη Βασιλική. Και κάθε βράδυ να της ζητάμε να μας πει τα παραμύθια της, αφού πρώτα κάναμε τις πάλες μας και τα μαλώματά μας. Μέχρι να βγάλει ο πατέρας μου την αγριοφωνάρα του. “Τι ουρλιάζετε, ρε σαν λύκοι;”. Όταν τον βλέπαμε να έρχεται στο δωμάτιο με μια λούρα στα χέρια και την απειλή πάνω από τα κεφάλια μας, σταματάγαμε και ακούγαμε τη θειά μας τη χήρα που στον πόλεμο του Σαράντα έχασε τον άντρα της τον Αντώνη, αδελφό του πατέρα μας. Και για περισσότερη τιμωρία της φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι, το μαύρο μαντίλι, με δαντέλα γύρω. Το βράδυ την έλυνε και ελευθερωνόταν ένας χείμαρρος, τα μαύρα μαλλιά της πάνω στους ώμους της. Πειρασμός για μας και ορμούσαμε ποιος να της τα χαϊδέψει να τ’ ανακατώσει. Από το αρχείο του Κ. Α. Δεδοπούλου
ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΤΟ ΚΑΝΑΤΙ. Έλεγαν το δοχείο της νυκτός και αναγκαίο και κατουροκάνατο. Τα κανάτια ήταν πήλινα χαμηλά σκεύη με ένα στρογγυλό χερούλι, πολύ γεροφκιαγμένα. Εκτός απ’ τα πήλινα, έχομε και τα μαντεμίσια. Υπήρχαν κανάτια μικρά (παιδικά) και μεγάλα, και η θέση τους ήταν κάτω από το κρεβάτι. Το άδειασμά τους γινόταν από τη νοικοκυρά, που σηκωνόταν πολύ πρωί. “Είσαι μεγάλο κατουροκάνατο”, λέγεται για πρόσωπα αμφιβόλου ηθικής και κακού χαρακτήρα. -ΟΤΑΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ο άνθρωπος για να μην φαντάζεται, λένε στο χωριό μας. Να έχει πάντα δενδρολίβανο εις το προσκέφαλό του. -ΕΑΝ ΤΟ ΕΜΒΡΥΟ, είναι αγόρι η κορίτσι; Να πάρεις γάλα από τη γυναίκα και να το βάλεις στο νερό. Και εάν πλέει, είναι αρσενικό, εάν πέσει κάτω, είναι θηλυκό. -ΜΙΑ ΠΑΡΟΙΜΙΑ που λέμε στον Πλάτανο είναι: -Μαλώνουμε, γειτόνισσα; -Κι εγώ στα νύχια στέκω! -Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ήταν πρώτα ποντικός και επειδή μια φορά έφαγε αντίδερο σε μια εκκλησιά, από τη χάρη του έβγαλε φτερά. -ΤΟ ΡΑΜΜΑ. Το χρησιμοποιούσαν στο άνοιγμα των θεμελίων και στο χτίσιμο της τοιχοποιίας. Από το αρχείο του Κώστα Α. Δεδοπούλου
ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ Όταν έχτισε ο Θεός τα βουνά τον ρώτησαν, “Τι τα θέλεις τα βουνά; ποιος θ’ άρθη να κάτση στα βουνά;” και αυτός τους είπε: “Τα βουνά τα χω για να καθίσουν οι ζουρλοί”. Και όσοι δεν είχαν μυαλό ήρθαν κ’ έκατσαν στα βουνά, κ’ επήραν κ’ εμάς τα παιδιά τους στο λαιμό τους, γιατί αν είχαν μυαλό και νου δεν θάρχονταν να κάτσουν εδώ στα ξεροβούνια. Κ.Α.Δ.
Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΟΥΣΙΚΗ… “Ιητρική τεχνέων πασέων εστίν επιφανεστάτη”, λέει ο Ιπποκράτης. Και είναι “επιφανεστάτη” τέχνη η Ιατρική και μάλιστα η ειδικότητά μου. Υπάρχει πιο υπέροχο ποίημα από το ν’ ανοίξει τα μάτια του στον ήλιο μας ένας ακόμα άνθρωπος; Ποιος δεν θ’ άφηνε την καλύτερη μουσική σύνθεση για ν’ ακούσει το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; Όταν ρώτησαν τον Ουγκώ ποιο θεωρεί το καλύτερο έργο του, αυτός απάντησε χωρίς να το σκεφτεί: “μα, φυσικά, το γιο μου”. Νίκος Παπανικολάου Καθηγητής Πανεπιστημίου
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΡΟΣΧΙΟΥ Ο Δήμος ούτος ονομάσθηκε Πρόσχιον εξ αρχαίου νομίσματος, ευρεθέντος εν τη θέσει Καστράκι του Αχλαδοκάστρου, πρώην Αρτοτίβης με την επιγραφή Πρόσχιον. Η πόλη Πρόσχιον εκείτο κατά την ΝΔ πλευρά του όρους Αρακύνθου 2:30 ώρας μακράν του Αιτωλικού, όπου φαίνεται το Κάστρο του Αϊ-Γιώργη ιοκισθείσα υπό των κατοίκων της πόλεως Πυλήνης, κειμένης προς Ν 1:30 ώρας μακράν του Αιτωλικού εις την δεξιά υπωρείαν της παραλιμνίου πεδιάδος, καταστραφείσης υπό των Ακαρνάνων, της οποίας ευρίσκονται λείψανα φρουρίου. Ο δήμος ούτος ορίζεται προς Α υπό της Αποδοτίας και προς Ν χωρίζεται δια του Ποταμάκι από την Πυλήνην και προς Δ και Β χωρίζεται δια του Ευήνου ποταμού από την Τριχωνίαν και Κλεπαϊδα. Το έδαφος είναι πετρώδες, κατωφερές και άγονο. Κλίμα υγιές. Προϊόντα: Οίνος, ολίγος σίτος και αραβόσιτος. Οι κάτοικοι είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι και μετανάσται. Πρωτεύουσα του τότε Δήμου Προσχίου ήταν ο Πλάτανος. Τώρα ονομάσθη Δήμος Πλατάνου. Οι πρώην υποψήφιοι Δήμαρχοι Πλατανιώτες Βασίλης Ζήσιμος και Γιάννης Πρωτοπαπάς τάχτηκαν ανοικτά πως αν εκλεγούν θα επαναφέρουν από Πλάτανος, Πρόσχιο!!! Αλλά όμως δεν εξελέγησαν. Ι. Αφ.
Ο ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ, Ο ΟΤΕ ΚΑΙ… Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΕΠΙΜΕΝΕΙ “Τι να σε φιλέψω δεν ξέρω. Η κυρά μου λείπει. Πάει με τα πόδια στον Πλάτανο να πάρει τηλέφωνο το γιατρό. Αν θέλεις ένα τσίπουρο πάντως, κάτσε να το πιούμε…” Χρονών 67 ο Μήτσος Καραγιάννης, τον οποίο αφορμή για να τον γνωρίσω ήταν η σημαία. Παίρνοντας το δρόμο από τον Πλάτανο Ναυπακτίας προς το Θέρμο Τριχωνίδας είδα τη γαλανόλευκη να κυματίζει εκεί στην ερημιά της νοτιοδυτικής πλευράς του όρους Αλωνάκι και αποφάσισα να σταματήσω. Απρόσκλητος ανέβηκα στο ύψωμα όπου το κονάκι-και δίπλα τα μαντριά για τα γιδοπρόβατα- του μπάρμπα-Μήτσου. Με υποδέχθηκε κατά πως της Ρούμελης η παλαιά αντίληψη περί φιλοξενίας προστάζει. Μιλήσαμε για τη σημαία, για το μέρος όπου μόνος με την κυρά-Μήτσαινα (68 χρόνων) κατοικεί, για τα χωριά που ρήμαξαν. Στο ίδιο μέρος έζησαν ο πατέρας μου και ο παππούς μου-θα μου πεί- και θα ζήσω κι’ εγώ όσο αντέξω. Όσο υπάρχω η σημαία θα κυματίζει μόνιμα σ’ αυτό το φυλάκιο…” Ακουμπισμένος στη γκλίτσα του και με περηφάνια περισσή τα έλεγε όλ’ αυτά ο κατά κάποιο τρόπο ακρίτας Καραγιάννης, ο οποίος δείχνει υγιέστατος αλλά δεν είναι: Δύο αρτηρίες της περήφανης καρδιάς του είναι βουλωμένες και συχνά-πυκνά πρέπει να κατεβαίνει στο Αγρίνιο (80 χιλιόμετρα μακριά) για να τον βλέπει ο γιατρός. Παίρνει τα φάρμακά του αλλά φοβάται μην παρουσιαστεί κάποια επιπλοκή και γι’ αυτό εδώ και 4 χρόνια όπως μας είπε έχει ζητήσει από τον Ο.Τ.Ε. τηλέφωνο. Ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών όμως δεν έχει ανταποκριθεί στο αίτημά παρά το ότι δίπλα από το κονάκι του μπάρμπα- Μήτσου διέρχεται γραμμή ενσύρματη. Κύριοι του Ο.Τ.Ε. ξέρω ότι υπάρχει τρόπος από μια ενσύρματη γραμμή να εξυπηρετείται όχι μόνο ένα αλλά πολλά τηλέφωνα. Θα μου πείτε ίσως ότι το έξοδο δεν αξίζει τον κόπο και πως η “επένδυση” προκειμένου να πάρει το τηλέφωνο που ζητάει ο Καραγιάννης δεν είναι συμφέρουσα. Εντάξει το καταλαβαίνω. Όμως όταν σκέπτομαι το εθνικό σύμβολο να κυματίζει μόνιμα εκεί ψηλά στου Αλωνάκι την κορφή, λέω ότι αξίζει τον κόπο. Κρίμα είναι ο βιγλάτορας Καραγιάννης να φύγει πριν της ώρας του από έλλειψη τηλεφώνου και η σημαία να πάψει να κυματίζει στο “φυλάκιό” του. Και ακόμα πιο κρίμα να τρέχει με τα πόδια η κυρά Καραγιάννενα στον Πλάτανο 1 1\2 ώρα δρόμο) για να τηλεφωνήσει… Όμως εκεί στου Πλατάνου τα μέρη βιγλάτορας και ο σημαιοφόρος δεν είναι μόνο ο τσοπάνης Καραγιάννης. Είναι και τα παιδιά του δημοτικού Σχολείου στα οποία βιαστικά αναφέρθηκα και σε προηγούμενο φύλλο. Πέντε όλα κι’ όλα και τα ονόματά τους Γεωργία και Αγγελική Δεδοπούλου (δίδυμες), Λαμπρινή Βλάντη, Δημήτρης Ροντήρης και Νίκος Μούκας. Χωρίς αυτά η σημαία του ιστορικού Σχολείου (Δωρεά Νικολάου Μαραθέα) θα είχε πάψει να κυματίζει. Βιγλάτορες συνεπώς κατά κάποιο τρόπο και οι πέντε μαθητές που κρατάνε ακόμα ζωντανό το Σχολείο στο οποίο κάποτε φιλοξενούνταν μέχρι και 100-ίσως και παραπάνω- μαθητές Βιγλάτορας και η δασκάλα Εύα Μωϋσιάδου, από της Έδεσσας τα μέρη, που προσπαθεί ακόμα και το μάθημα της μουσικής να καλύψει. Κάτι παραπάνω από βιγλάτορες όμως και οι γονείς των δίδυμων (Γεωργίας, Αγγελικής) αδελφών Δεδοπούλου που αποφάσισαν να μετακομίσουν τις κόρες τους από τη Ναύπακτο στον Πλάτανο για να μην κλείσει το Σχολείο και που για να συνεχίσουν τα αγγλικά τους πληρώνουν για να πηγαίνει από τη Ναύπακτο στον Πλάτανο κάθε Σαββατοκύριακο, δασκάλα αγγλικών. Να πω ότι σ’ όλους αυτούς-τον Καραγιάννη, τα παιδιά και τους γονείς- αξίζουν έπαινοι; Ναι θα το πω και θα τους αφιερώσω εκείνο τραγούδι του Διονύση που λέει για “την Ελλάδα που αντιστέκεται, την Ελλάδα που επιμένει κι’ όποιος δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει…”. ΠΑΝΟΣ ΤΣΟΥΜΑΣ
Ο “Πρίγκιπας” Πλάτανος …και τα τσαρούχια του” “…εκτισμένος επί εδάφους πετρώδους, και εν μέρει πολύ ολίγον κατωφερούς εις ύψος 725 μ. εις τας μεσαίας κλιτύς του όρους Αλωνάκι υψ. 1.425 μ. και υποκάτω του αμφιθεατρικήν όψιν έχοντος περικαλλούς και ποικιλοφύτου δάσους, το οποίον είναι πυκνώς πεφυτευμένον υπό ελάτων, γαύρων, μελιών, κέδρων και κρανεών. Τούτο κατά την άνθησιν εκπάγλως ωραίον και παριστά όψιν θελτική, του οποίου η δροσοβόλος και ζωογόνος αποδάσειος αύρα εκχέεται, ευωδιάζει και πληρεί την πλησίον υγιεστάτην ταύτην κωμόπολιν. Κείται δε εν μέσω κήπων και αμπέλων. Όθεν το εξωτερικόν του Πλατάνου, ο οποίος αποτελεί όασιν εν μέσω ερήμου, είναι ευπρεπές. Ο ξένος εις την θέαν του λησμονεί ότι ευρίσκεται εις ορεινούς τόπους”. Πλάτανος λοιπόν και τι να πεις εσύ όταν γι΄αυτόν έχει γράψει ο Ελληνοδιδάσκαλος Σωτήριος Μιλτ. Κωτσόπουλος, από του οποίου το βιβλίο (“Ναυπακτία”) το προηγηθέν απόσπασμα; Τι να πρωτογράψεις όταν έχεις μπροστά σου εκτός από τη “Ναυπακτία” και τα “Πλατανιώτικα” του Γεωργίου Δ. Κόκκα ακόμα, για δύο μόνο μέρες που έμεινες στο χωριό, άκουσες τόσα και τόσα από τους Πλατανιώτες που σε φιλοξένησαν; Πώς να διηγηθείς τελικά του Πλατάνου το παραμύθι το οποίο από τα Γιάννενα του Αλή Πασά φτάνει στη Βλαχία (Ρουμανία) και την Αμερική και έχει αφήσει σημάδια ανεξίτηλα στην επανάσταση του 1821, στην εθνική Αντίσταση, στα γράμματα και τις επιστήμες; Πώς να αναφερθείς και να απαριθμήσεις σε ονόματα αγωνιστών και ευεργετών που σ’ αυτό το χωριό είδαν το πρώτο φως της ζωής; Δύσκολο να το πετύχεις χωρίς να αφήσεις παραπονούμενους. Θα προτιμήσω γι’ αυτό να κλείσω την σύντομη σημερινή αναφορά στον Πλάτανο με ένα απόσπασμα από τα “Πλατανιώτικα” αφού όμως πρώτα τολμήσω παίρνοντας αφορμή από το γνωστό τηλεοπτικό σήριαλ που γυρίστηκε εκεί, να προσδώσω στο ιστορικό κεφαλοχώρι, την προσωνυμία: “Πλάτανος” “Ο πρίγκιπας” της Ναυπακτίας”. (Νομίζω ότι δικαιούται αυτή τη φιλοφρόνηση). Γράφει λοιπόν ο Γ. Κόκκας στα “Πλατανιώτικα”: “Αιτία της διαφοροποιήσεώς του από τα άλλα χωριά της περιοχής είναι πρώτα η θέση του, κέντρο της στενότερης περιοχής και σχεδόν υποχρεωτική διάβαση όλης της δυτικής Ναυπακτίας, και έπειτα η πρωτοπορία του στη μετανάστευση (Ευρώπη, Ρουμανία, Αμερική) απ΄ όπου και η οικονομική του ευεξία. Όλα αυτά ανέδειξαν τον Πλάτανο σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, αλλά και βιοτεχνικό. Η υφαντική, η μεταξουργία, η χρυσοχοΐα και άλλες βιοτεχνίες περιλαμβάνονταν στις ασχολίες των κατοίκων. Η βιοτεχνία όμως των τσαρουχιών, που σαν τσαρούχια πλατανιώτικα ήταν γνωστά σε όλη την περιοχή της δυτικής Ρούμελης, πήρε μεγάλη ανάπτυξη (…) Φημισμένα εργαστήρια (σ. σ. τσαρουχιών) ήταν στον Κραβασαρά (Αμφιλοχία) που ξεχώριζαν σαν Καρβασαριώτικα. Το ίδιο φημισμένα τσαρούχια ήταν και τα Γιαννιώτικα. Δίπλα σ’ αυτά κατάφεραν να σταθούν και τα Πλατανιώτικα και να επιβληθούν σε μεγάλη έκταση”. ΠΑΝΟΣ ΤΣΟΥΜΑΣ
|
| Copyright© 2000-2001 Plataniotis.com |